ΑΠΌΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΈΛΙΟΝ ΚΥΡΙΑΚΉ Ε’ ΛΟΥΚΆ

από | Νοέ 3, 2024 | Άγγελοι και Αρχάγγελοι, Αγία Γραφή, Αγία Λαβίδα και Θεία Κοινωνία, Αγία Τριάδα, Αγίες Οικογένειες και Ορθόδοξος Γάμος, Άγιοι Απόστολοι, Άγιοι Ισαπόστολοι, Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, Άγιοι Προφήτες, Άγιοι Πρωτομάρτυρες, Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και Ησυχασμός, Άγιος Κωσμάς ο Αιτωλός, Άγιος Νικόδημος - Ανάσταση, Απόστολος Παύλος,, Εκκλησία & Ηθική, Ευαγγελικό και Αποστολικό Ανάγνωσμα, Ευαγγέλιο, Η ελεημοσύνη, Θεία λειτουργία, Ιερές μονές, Ιεροί Ναοί, Κύρηγμα της Κυριακής, Λειτουργικά Βιβλία, Λειτουργικά Θέματα, Λειτουργικά κείμενα, μη κατηγοριοποιημένα, Μυστήριο τῆς έξομολογήσεως, Μυστήριο του Βαπτίσματος, Ορθόδοξα Θαύματα, Ορθόδοξες Ομιλίες & Κηρύγματα, Ορθόδοξη Αγιολογία, Ορθόδοξη Εσχατολογία, Ορθόδοξη Ιεροσύνη, Ορθόδοξη Οικογένεια, Ορθόδοξη Ομολογία, Ορθόδοξη Πίστη, Ορθόδοξη προσευχή, Ορθόδοξη Υμνολογία, Ορθοδοξία, Ορθόδοξο Βάπτισμα, Ορθόδοξο Ήθος, Ορθόδοξο μαρτύριο, Παλαιά Διαθήκη, Πανορθόδοξοι Σύνοδοι, Βιβλια & Μελετες, Πράξεις των Αποστόλων, Χριστιανική Αγάπη και Ειρήνη | 0 Σχόλια

Κυριακή, 03 Νοεμβρίου 2024

Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Γεωργίου του Μεγαλομάρτυρα και Τροπαιοφόρου και Ανάμνηση εγκαινίων του Ναού του στη Λύδδα της Ιόππης, Άγιοι Ακεψιμάς, Ιωσήφ και Αειθαλάς, Άγιος Γεώργιος ο νέος Ιερομάρτυρας, ο Νεαπολίτης

† ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΘ΄ (Ε΄ ΛΟΥΚΑ). Ἀκεψιμᾶ, Ἰωσήφ, Ἀειθαλᾶ μαρτύρων (δ΄ αἰ.)· ἀνακομιδὴ λειψάνων Γεωργίου τοῦ τροπαιοφόρου. Γεωργίου νέου ἱερομάρτυρος τοῦ Νεαπολίτου (†1797).

Ευαγγέλιον Κυριακής

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙϚ´ 19 – 31

19 Ἄνθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς. 20 πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος 21 καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἐπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. 22 ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. 23 καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. 24 καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. 25 εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· 26 καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. 27 εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· 28 ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. 29 λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. 30 ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ’ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς, μετανοήσουσιν. 31 εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙϚ´ 19 – 31

19 Καὶ διὰ νὰ συνεχίσω τὴν διδασκαλίαν περὶ τῆς καλῆς χρησιμοποιήσεως τοῦ πλούτου, σᾶς λέγω καὶ τὴν ἀκόλουθον παραβολήν. Ὑπῆρχε κάποιος ἄνθρωπος πλούσιος καὶ ἐφόρει βασιλικὰ ἐνδύματα. Ἀπ’ ἔξω ἐνεδύετο μάλλινον ροῦχον κόκκινον καὶ πανάκριβον. Ἀπὸ μέσα δὲ ἐφόρει λευκὸν χιτῶνα πολυτελῆ ἀπὸ λεπτόν αἰγυπτιακὸν λινάρι. Καὶ διεσκέδαζε εἰς πλούσια συμπόσια κάθε ἡμέραν μεγαλοπρεπῶς. 20 Ἦτο δὲ καὶ κάποιος πτωχός, ποὺ ἐλέγετο Λάζαρος, ὁ ὁποῖος ἦτο πεταγμένος πλησίον τῆς ἐξώπορτας τοῦ πλουσίου, γεμᾶτος ἀπὸ πληγάς. 21 Καὶ ἐπεθύμει νὰ χορτασθῇ ἀπὸ τὰ ψίχουλα, ποὺ ἔπιπταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἀλλὰ σὰν νὰ μὴ ἔφθανεν ἡ στέρησις αὐτή, ἐπειδὴ ἦτο σχεδὸν καὶ γυμνός, ἤρχοντο καὶ οἱ σκύλοι καὶ ἔγλυφαν τὰς πληγάς του. Παρ’ ὅλα δὲ αὐτὰ ὁ Λάζαρος δὲν ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ στόμα του οὔτε τὴν παραμικρὰν λέξῃ παραπόνου κατὰ τοῦ πλουσίου, ἢ γογγυσμόν τινα κατὰ τοῦ Θεοῦ. 22 Συνέβη δὲ νὰ ἀποθάνῃ ὁ πτωχὸς καὶ νὰ μεταφερθῇ οὗτος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ Ἀβραάμ, διὰ νὰ εὔρη ἀνάπαυσιν εἰς αὐτὰς ἐν μέσῳ τοῦ Παραδείσου. Ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μεγαλοπρεπῶς, χωρὶς νὰ φανοῦν πουθενὰ ἄγγελοι ἀγαθοὶ δι’ αὐτόν. 23 Καὶ εἰς τὸν τόπον τοῦ ᾅδου ἐσήκωσε τὰ μάτια του, ἐνῶ ἐβασανίζετο, καὶ βλέπει τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρυὰ καὶ τὸν Λάζαρον νὰ εἶναι εἰς τοὺς κόλπους του. 24 Καὶ αὐτός, ποὺ εἰς τὴν γῆν τὰ εἶχεν ὅλα καὶ δὲν παρεκάλε κανένα νὰ τὸν βοηθήσῃ, ἐφώναξε τώρα καὶ εἶπε· Πάτερ Ἀβραάμ, κάμε ἔλεος εἰς ἐμέ· λυπήσου με· καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρον νὰ βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου του εἰς τὸ νερὸ καὶ νὰ δροσίσῃ τὴν γλῶσσαν μου, διότι τυραννοῦμαι καὶ πονῶ μέσα εἰς αὐτὴν τὴν φλόγα. 25 Εἶπε δὲ ὁ Ἀβραάμ· Παιδί μου, ἐνθυμήσου ὅτι σὺ ἔλαβες μὲ τὸ παραπάνω τὰ ἀγαθά σου, ὅταν ἔζης εἰς τὴν γῆν. Καὶ ὁ Λάζαρος ὁμοίως ἀπήλαυσε τὰ κακὰ τῆς δυστυχίας καὶ τῆς ἀσθενείας. Τώρα ὅμως ἐδῶ ὁ Λάζαρος παρηγορεῖται δι’ αὐτά, ποὺ συνεχῶς ἄλλοτε ὑπέφερε, σὺ δὲ πονεῖς καὶ βασανίζεσαι χωρὶς διακοπήν, ὅπως ἀδιάκοπος καὶ συνεχὴς ἦτο καὶ ἡ ἐπὶ τῆς γῆς εὐτυχία σου. 26 Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτά, ποὺ σοῦ εἶπα, ἔχει ἐπὶ πλέον στηριχθῇ μεγάλο βάραθρον μεταξύ μας, ὥστε ἐκεῖνοι, ποὺ θέλουν νὰ περάσουν ἀπ’ ἐδῶ πρὸς σᾶς, νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ διαβοῦν, οὔτε αὐτοί, ποὺ εἶναι ἀπ’ ἐκεῖ, νὰ ἠμποροῦν νὰ διαπεράσουν πρὸς ἡμᾶς. 27 Εἶπε δὲ ὁ πλούσιος· Ἀφοῦ μετὰ θάνατον δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπὶς διὰ πάντα μὴ μετανοήσαντα κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς ζωήν του, σὲ παρακαλῶ λοιπόν, πάτερ, νὰ στείλῃς τὸν Λάζαρον εἰς τὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου. 28 Διότι ἔχω πέντε ἀδελφούς· στεῖλε τον νὰ τοὺς βεβαιώσῃ ὡς αὐτόπτης μάρτυς περὶ αὐτῶν, ποὺ συμβαίνουν ἐδῶ, διὰ νὰ μὴ ἔλθουν καὶ αὐτοὶ εἰς τὸν τόπον αὐτὸν τῆς τιμωρίας καὶ τῶν βασάνων, ποὺ εὑρίσκομαι ἐγώ. 29 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἀβραάμ· Ἔχουν τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας, ποὺ τοὺς βεβαιώνουν δι’ αὐτά. Ἂς ἀκούσουν ἐκείνους. 30 Ἐκεῖνος δὲ εἶπεν· Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, δὲν θὰ ὑπακούσουν εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας. Ἐὰν ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς πεθαμένους ἀνθρώπους ὑπάγῃ εἰς αὐτούς, θὰ μετανοήσουν. 31 Εἶπεν ὅμως εἰς αὐτὸν ὁ Ἀβραάμ· Ἐὰν δὲν ἔχουν τὴν καλὴν διάθεσιν νὰ ὑπακούσουν εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας, δὲν θὰ πεισθοῦν καὶ ἐὰν ἀκόμη ἀναστηθῇ κάποιος ἐκ νεκρῶν· διότι, ὅταν ἡ πρώτη των ἐντύπωσις ἐκ τῆς ἀναστάσεως ταύτης παρέλθῃ, θὰ ἐπανέλθουν πάλιν εἰς τὴν προτέραν των σκληρότητα.

Απόστολος Κυριακής

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β’ ΙΒ´ 1 – 9

1 Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. 2 Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. 3 καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· 4 ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. 5 ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. 6 ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. 7 Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. 8 ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα, ἵνα ἀποστῇ ἀπ’ ἐμοῦ· 9 καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β’ ΙΒ´ 1 – 9

1 Νὰ σᾶς ὁμιλήσω λοιπὸν καὶ δι’ ἄλλους διωγμούς μου, δὲν μὲ συμφέρει νὰ καυχῶμαι. Παύω διὰ τοῦτο νὰ ὁμιλῶ περὶ τῶν διωγμῶν καὶ τῶν ἄλλων κόπων μου, διότι ἄλλως τε θὰ ἔλθω εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις τὰς ὁποίας ἔλαβον ἀπὸ τὸν Κύριον. 2 Γνωρίζω ἄνθρωπον, ποὺ εὑρίσκεται εἰς στενὴν σχέσιν καὶ ἐπικοινωνίαν μὲ τὸν Χριστόν. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πρὸ δεκατεσσάρων ἐτῶν, εἴτε ἦτο εἰς τὸ σῶμα του κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην, εἴτε ἦτο εἰς ἔκστασιν ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του, δὲν γνωρίζω.Ὁ Θεὸς ἠξεύρει. Γνωρίζω μόνον ὅτι ἡρπάγῃ ὁ τοιοῦτος καὶ ἐσηκώθη ἕως τὸν τρίτον οὐρανόν, ποὺ διαμένουν αἱ ἀγγελικαὶ δυνάμεις. 3 Καὶ γνωρίζω, ὅτι ὁ τοιοῦτος ἄνθρωπος (εἴτε μὲ τὸ σῶμα του, εἴτε ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του μὲ μόνην τὴν ψυχήν του δὲν γνωρίζω· ὁ Θεὸς γνωρίζει) 4 ἡρπάγη εἰς τὸν Παράδεισον καὶ ἤκουσε λόγους, ποὺ γλῶσσα ἀνθρωπίνη δὲν ἔχει τὴν δύναμιν νὰ τοὺς εἴπη, καὶ τοὺς ὁποίους διὰ τὴν ἱερότητά των δὲν ἐπιτρέπεται εἰς ἄνθρωπον νὰ τοὺς εἴπῃ. 5 Διὰ τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον θὰ καυχηθῶ. Δὲν εἶναι ὁ συνήθης Παῦλος αὐτός, ἀλλὰ ἄλλος Παῦλος, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος ἔδωκε χάριτας. Διὰ τὸν ἑαυτόν μου ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶ παρὰ μόνον εἰς τὰς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς μου, ὅπου δεικνύεται ἡ ἀσθένειά μου, ἀλλὰ καὶ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν μὲ ἀφίνει νὰ καταβληθῶ. 6 Μόνον διὰ τὰς ἀσθενείας μου αὐτὰς θὰ καυχηθῶ καὶ ὄχι διὰ τὰς ἐπιτυχίας καὶ τὴν δρᾶσιν μου. Διότι, ἐὰν θελήσω καὶ δι’ αὐτὰ νὰ καυχηθῶ, δὲν θὰ εἶμαι ἄφρων καὶ ἀνόητος, διότι θὰ εἴπω ἀλήθειαν. Δυσκολεύομαι ὅμως νὰ καυχηθῶ, διὰ νὰ μὴ μοῦ λογαριάσῃ κανεὶς παραπάνω ἀπ’ ἐκεῖνο, ποὺ βλέπει εἰς ἑμὲ ἢ ἀκούει ἀπὸ ἑμέ. 7 Καὶ ἕνεκα τῆς ὑπερβολῆς τῶν ἀποκαλύψεων ἐπέτρεψεν ὁ Θεὸς καὶ μοῦ ἐδόθη ξύλον ἀκανθωτὸν εἰς τὸ σῶμα, ἀρρώστια ἀθεράπευτος, ἄγγελος τοῦ σατανᾶ διὰ νὰ μὲ κτυπᾶ κατὰ πρόσωπον καὶ μὲ ταλαιπωρῇ, διά νὰ μὴ ὑπερηφανεύωμαι. 8 Διὰ τὸν πειρασμὸν αὐτὸν τρεῖς φορὰς παρεκάλεσα τὸν Κύριον νὰ μοῦ τὸν ἀπομακρύνῃ. 9 Καὶ μοῦ ἔχει εἴπει ὁ Κύριος· Σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ χάρις ποὺ σοῦ δίδω. Διότι ἡ δύναμίς μου ἀναδεικνύεται τελεία, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀσθενὴς καὶ μὲ τὴν ἐνίσχυσίν μου κατορθώνῃ μεγάλα καὶ θαυμαστά. Πάρα πολὺ εὐχαρίστως λοιπὸν θὰ καυχῶμαι περισσότερον εἰς τὰς ἀσθενείας μου, διὰ νὰ κατοικήσῃ μέσα μου ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

Print Friendly, PDF & Email
ΓΝΩΣΕΣΘΕ ΤΗΝ (ΟΝΤΩΣ) ΑΛΗΘΕΙΑΝ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΙ ΥΜΑΣ

ΓΝΩΣΕΣΘΕ ΤΗΝ (ΟΝΤΩΣ) ΑΛΗΘΕΙΑΝ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΙ ΥΜΑΣ

Συντάκτης

0 Σχόλια

Υποβάλετε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *